- προσπτύσσω
- ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α(το μέσ.) προσπτύσσομαι(σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζωαρχ.1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζωβ) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλογ) ζαρώνω κοντά σε κάποιονδ) επιμελούμαι, φροντίζω τα σχετικά με τις θυσίες στους θεούς («θεῶν δαῑτας προσέπτυκτο πάσας», Πίνδ.)ε) μτφ. i) υποδέχομαι με εγκαρδιότηταii) απευθύνω φιλικό χαιρετισμό2. φρ. «προσπτύσσομαι μύθῳ» — παρακαλώ επιμόνως, ικετεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω, αγκαλιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.